- τρισύλλαβος
- η , ο [ος , ον ] трёхсложный, состоящий из трёх слогов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρισύλλαβος — trisyllabic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισύλλαβος — η, ο / τρισύλλαβος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.). επίρρ... τρισυλλάβως Α με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σύλλαβος (<… … Dictionary of Greek
τρισύλλαβος — η, ο αυτός που έχει τρεις συλλαβές, που αποτελείται από τρεις συλλαβές: Τρισύλλαβη λέξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισυλλάβως — τρισύλλαβος trisyllabic adverbial τρισύλλαβος trisyllabic masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισύλλαβον — τρισύλλαβος trisyllabic masc/fem acc sg τρισύλλαβος trisyllabic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντανάπαιστος — Τρισύλλαβος μετρικός πόδας. Αντίθετα προς τον ανάπαιστο (υυ ) που είναι τετράχρονος, δηλαδή αποτελείται από δύο βραχείες συλλαβές τις οποίες ακολουθεί μια μακρά, ο α. είναι πεντάχρονος, αποτελείται δηλαδή από δύο μακρές συλλαβές που τις ακολουθεί … Dictionary of Greek
τρισυλλάβοις — τρισύλλαβος trisyllabic masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισυλλάβου — τρισύλλαβος trisyllabic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισυλλάβους — τρισύλλαβος trisyllabic masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισυλλάβων — τρισύλλαβος trisyllabic masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισυλλάβῳ — τρισύλλαβος trisyllabic masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)